Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ανάβω το φως

  • 1 ανάβω

    (αόρ. άναψα) 1. μετ.
    1) разжигать (дрова); затапливать (плиту, печь);

    ανάβω τό τσιγάρο — закурить папиросу, сигарету;

    2) зажигать (свет);

    ανάβω τη λάμπα — зажечь лампу;

    ανάβω τό φως — зажигать (включать) свет;

    3) перен. разжигать; возбуждать, воспламенять;
    4) перен. влепить (оплеуху и т. п.); του άναψα μιά στα μούτρα я ему влепил пощёчину; 2. αμετ. 1) разжигаться, разгораться, гореть; 2) перен. вспыхивать, разгораться, возгораться; 3) перен. перегреваться;

    τον Ιούλιο ανάβει η άσφαλτος — в июле асфальт накаляется;

    ο πόλεμος άναψε вспыхнула война;
    ανάψανε τα αίματα μου кровь во мне закипела; 4) преть, гнить (чаще о зерновых или сырах)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανάβω

  • 2 φως

    (γεν. φωτός, πλ. φωτά) τό
    1) свет, освещение, огонь;

    φυσικό (διάχυτο) φως — естественный (рассеянный) свет;

    τεχνητό φως — искусственное освещение;

    ηλεκτρικό φως — электрический свет, электрическое освещение;

    η δέσμη (ακτίνων) φωτός физ. световой поток; пучок лучей;

    ανάβω (σβήνω) το φως — зажигать (гасить) свет;

    στο δωμάτιο έχει φως — в комнате светло;

    στο т της σελήνης при свете луны;

    με το φως της λάμπας — при свете лампы;

    κοιτάζω κάτι στο φως — рассматривать что-л, на свет;

    2) (πλ. φώτα) огни;
    συνθηματικά (или διακριτικά) φώτα сигнальные огни; τα φώτα της πόλης огни города; 3) зрение;

    χάνω το φως μου — терять зрение;

    4) свет, сийние;
    5) πλ. знания; мудрость; просвещение, духовная культура; η Μόσχα είναι η πόλη των φώτων Москва — город высокой духовной культуры; επικαλού- μαι τα φώτα σας я обращаюсь к вашим знаниям, к вашему опыту; 6) перен. светик (обращение);

    φως μου! — светик мой!;

    7) жив. освещение;

    § φως φανάρι — или φως φανερό — яснее ясного, явно, очевидно; — шито белыми нитками;

    βλέπω το φως της ημέρας — жить на свете, существовать;

    βλέπω το φως της δημοσιότητας — увидеть свет, быть опубликованным;

    φέρω εις φως ( — или φέρνω σε φως) — выставлять наружу, обнаруживать; — разоблачать;

    έρχομαι εις φως уст. — выйти на свет, наружу, обнаружиться;

    (ορκίζομαι) στο φως μου! — чтоб мне ослепнуть!;

    χύνω φως πάνω σε κάτι — проливать свет на что-л.;

    του άλλαξε τα φωτά он ему так врезал, что у него искры из глаз посыпались

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φως

См. также в других словарях:

  • ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

  • εμφλέγω — ἐμφλέγω (Α) 1. ανάβω μέσα σε κάτι, φωτίζω («ἐν δ ἔσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας φάος» το φως τής ωραίας σελήνης κατέλαμψε την εσπέρα, Πίνδ.) 2. μέσ. φλέγομαι, καίγομαι μέσα …   Dictionary of Greek

  • εναυγάζω — (AM ἐναυγάζω) 1. φωτίζω, λάμπω, καταυγάζω, σκορπίζω φως αρχ. ανάβω …   Dictionary of Greek

  • παράπτω — ΜΑ [άπτω] 1. ανάβω, καίω, πυρπολώ 2. δίνω φως μσν. μέσ. παράπτομαι αγγίζω κατά λάθος αρχ. 1. μέσ. α) εφαρμόζω β) αγγίζω ελαφρά γ) έχω σχέσεις με κάποιον («γυναικὸς ἤ ἀνδρὸς παράπτομαι») δ) πλησιάζω 2. παθ. εφαρμόζομαι, προσαρμόζομαι («παράπτομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»